Η ουρήθρα είναι ο σωλήνας ο οποίος ξεκινάει από την ουροδόχο κύστη, περνάει μέσα από τον προστάτη και διατρέχει το πέος. Μέσω αυτού εξέρχονται τα ούρα κατά την ούρηση και το σπέρμα κατά την εκσπερμάτιση. Για πολλούς λόγους, ο σωλήνας αυτός μπορεί να στενέψει, δημιουργώντας εμπόδιο στην έξοδο των ούρων και του σπέρματος. Πολλαπλές φλεγμονές της ουρήθρας (ουρηθρίτιδες), ενδοσκοπικές επεμβάσεις στο ουροποιητικό (για λιθίαση, καλοήθη υπερπλασία κ.α.), τραυματισμός του περινέου και της πυέλου αλλά και καταστάσεις στις οποίες δεν αναγνωρίζεται κάποιο σαφές αίτιο, μπορεί να οδηγήσουν σε στενώματα της ουρήθρας.

Τα στενώματα της ουρήθρας πολλές φορές μπορεί να περνούν απαρατήρητα ή ο άνδρας να τα αντιλαμβάνεται ως δυσκολία στην ούρηση. Η δυσκολία αυτή, τις περισσότερες φορές εκδηλώνεται ως αίσθημα ατελούς κένωσης της κύστης (αίσθημα ότι η κύστη δεν αδειάζει τελείως στην ούρηση) ή ως μειωμένη ακτίνα και πίεση, σταγόνες μετά την ούρηση, μεγάλος χρόνος ούρησης κ.α. Συχνά, λόγω της φύσης των συμπτωμάτων, συγχέονται μα καταστάσεις που σχετίζονται με τον προστάτη, όπως η χρόνια προστατίτιδα και η καλοήθης υπερπλασία, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζονται ως τέτοιες, με πτωχά αποτελέσματα.

Τα στενώματα της ουρήθρας είναι μια πάθηση καλοήθης, με θορυβώδεις όμως επιπτώσεις, ιδιαίτερα με την πάροδο του χρόνου. Έτσι λοιπόν, ένα στένωμα μπορεί να εμποδίζει τη φυσιολογική έξοδο και εκτίναξη του σπέρματος, προκαλώντας έτσι υπογονιμότητα, ή μπορεί να λειτουργήσει ως υποκυστικό κώλυμα στην έξοδο των ούρων, δημιουργώντας αντίστοιχες επιπλοκές όπως η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη, επιβαρύνοντας πέρα από την ποιότητα ζωής και τη λειτουργικότητα των νεφρών.

Η σωστή διερεύνηση ενός πιθανού στενώματος, ξεκινάει από την υψηλό βαθμό υποψίας και κατοχυρώνεται με την ουρηθροκυστεοσκόπηση. Παράλληλα, εξειδικευμένες ακτινολογικές εξετάσεις όπως η ανιούσα και η ουρηθρογραφία ούρησης είναι απαραίτητες για τη σωστή χαρτογράφηση της θέσης και του μήκους του στενώματος

Μέχρι σήμερα, η παραδοσιακή προσέγγιση συνεχίζει να εφαρμόζεται από τους περισσότερους ουρολόγους. Διαστολές της ουρήθρας με καθετήρες αυξανόμενης διαμέτρου ή ειδικούς διαστολείς, ή εσωτερικές ουρηθροτομές με χρήση μαχαιριδίου ή διαφορετικών πηγών ενέργειας. Γνωρίζουμε σήμερα, από τη βιβλιογραφία και την καθημερινή κλινική πρακτική ότι οι μέθοδοι αυτοί αντιμετώπισης είναι πρακτικά καταδικασμένες να αποτύχουν, εμφανίζοντας ποσοστό αποτυχίας και υποτροπής που ξεπερνά το 80%. Οι διαδικασίες αυτές πραγματοποιούνται τυφλά, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η θέση και το μέγεθος του στενώματος. Το ποσοστά είναι ακόμη πιο απογοητευτικά αν αναλογιστούμε τις πολλαπλές επαναλαμβανόμενες διαδικασίες που απαιτούνται για να αντιμετωπίσουν τις υποτροπές.

Η ουρηθροπλαστική, αποτελεί την επανορθωτική χειρουργική επέμβαση η οποία είναι ικανή να προσδώσει μια αποτελεσματική και μόνιμη λύση στα ουρηθρικά στενώματα. Η βασική αρχή είναι απλή. Μετά από έναν ενδελεχή διαγνωστικό έλεγχο, διαπιστώνεται ακριβώς η θέση, το μήκος και η έκταση του στενώματος. Με βάση τις παραμέτρους αυτές, οργανώνεται το χειρουργικό πλάνο, το οποίο αποσκοπεί στην αφαίρεση του στενωτικού τμήματος και την ένωση των δύο υγιών τμημάτων της ουρήθρας, ή στην αύξηση της διαμέτρου του στενωμένου τμήματος με τη χρήση μοσχεύματος (στοματικός βλεννογόνος). Η προσπέλαση στις περισσότερες περιπτώσεις γίνεται από το περίνεο, την περιοχή ανάμεσα στους όρχεις και τον πρωκτό με μία τομή η οποία μετά από λίγο καιρό δεν είναι καν εμφανής. Το χειρουργείο μπορεί να διαρκέσει από μία έως και αρκετές ώρες, ανάλογα με τη βαρύτητα της κάθε περίπτωση.

Η ουρηθροπλαστική αποτελεί σήμερα τον χρυσό κανόνα της αντιμετώπισης των στενωμάτων της ουρήθρας, απαιτεί όμως την κατάλληλη εξειδίκευση, εξοικείωση και εμπειρία, ώστε να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Επισκεφθείτε μας και ενημερωθείτε έγκυρα και αξιόπιστα.

Αφαίρεση στενωτικού τμήματος

Αναστομωτική ουρηθροπλαστική

Αυξητική ουρηθροπλαστική