Η υπερλειτουργική κύστη αποτελεί ένα σύνδρομο, δηλαδή μια κατάσταση που αναγνωρίζεται από ένα σύνολο συμπτωμάτων. Τα συμπτώματα αυτά είναι μη ειδικά, αναγνωρίζονται δηλαδή και σε άλλες καταστάσεις και προβλήματα του ουροποιητικού συστήματος. Η υπερλειτουργική κύστη συνήθως χαρακτηρίζεται από επιτακτικότητα, από έντονη δηλαδή και επιτακτική ανάγκη για ούρηση η οποία μπορεί και να συνοδεύεται με ένα έντονο αίσθημα και φόβο απώλειας ούρων ή με πραγματική ακράτεια ούρων. Παράλληλα, μπορεί να εμφανίζεται συχνουρία, νυκτουρία και αίσθημα ατελούς κένωσης της κύστης.

Η αιτία του συνδρόμου της υπερλειτουργικής κύστης δεν είναι γνωστή. Πιθανολογούνται πολλοί μηχανισμοί, οι οποίοι όμως όλοι καταλήγουν σε μια αποδιοργάνωση του φυσιολογικού μηχανισμού της αποθήκευσης των ούρων και της ούρησης. Η κύστη φυσιολογικά γεμίζει με ούρα. Ανάλογα με τον όγκο των ούρων, μας ενημερώνει ώστε να γνωρίζουμε και να προγραμματίζουμε την ούρηση. Στις καταστάσεις υπερλειτουργικότητας, η ενημέρωση αυτή διαταράσσεται, με αποτέλεσμα η κύστη να συσπάται πως φυσιολογικά πράττει κατά την ούρηση, ανεξαρτήτως του όγκου των ούρων και χωρίς καμία προειδοποίηση. Εάν η σύσπαση αυτή υπερνικήσει το σφιγκτήρα της κύστης, μπορεί να υπάρχει και απώλεια ούρων.

Το σύνδρομο της υπερλειτουργικής κύστης σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την ποιότητα της ζωής. Συχνά οι ασθενείς αποφεύγουν την κοινωνικοποίηση και εμφανίζουν εργασιακά προβλήματα. Μια απλή έξοδος μπορεί να μετατραπεί σε μια πολύπλοκη διαδικασία. Οι ασθενείς αισθάνονται ασφαλείς μόνο εάν γνωρίζουν από πριν που βρίσκεται η τουαλέτα και επιδιώκουν να βρίσκονται κοντά για κάθε ενδεχόμενο. Το πρόβλημα είναι ακόμη μεγαλύτερο στην περίπτωση της επιτακτικής ακράτειας, οπότε επιστρατεύονται και βοηθήματα ακράτειας, όπως πάνες και σερβιέτες. Τέλος, η επιτακτικότητα και η επιτακτική ακράτεια, συχνά συνοδεύονται από ουρολοιμώξεις και δερματικά προβλήματα της γεννητικής χώρας.

Η υπερλειτουργική κύστη είναι ένα πρόβλημα αρκετά συχνό. Η αντιμετώπιση ξεκινά πάντα με τη σωστή διάγνωση. Σε πρώτο στάδιο, η επιτακτικότητα θα πρέπει να διαφοροδιαγνωστεί από καταστάσεις όπως η κακοήθεια της κύστης η οποία σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να ομοιάζει με το σύνδρομο. Η φαρμακευτική θεραπεία και η φυσικοθεραπεία με ασκήσεις πυελικού εδάφους, αποτελούν την πρώτης γραμμής αντιμετώπιση για το σύνδρομο. Παράλληλα, υπάρχουν μέθοδοι ελάχιστα επεμβατικής αντιμετώπισης, όπως το ενδοκυστικό BOTOX, που μπορεί να δώσουν εξαιρετική λύση στο πρόβλημα.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η υπερλειτουργικότητα μπορεί να αφορά και σε άντρες και να σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με προβλήματα προστάτη. Παράλληλα, de novo υπερλειτουργικότητα μπορεί να εμφανιστεί σε άντρες και γυναίκες μετά από χειρουργεία κατώτερου ουροποιητικού (χειρουργεία προστάτη, κύστης, ακράτειας, πρόπτωσης). Τέλος, η υπερλειτουργική κύστη μπορεί να εμφανιστεί και σε καταστάσεις που επηρεάζουν τη νευρολογική ρύθμιση του μηχανισμού αποθήκευσης ούρων και ούρησης, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης.