Η πρόπτωση των πυελικών οργάνων (κύστη, ορθό, μήτρα) οφείλεται στην χαλάρωση των δομών (μυών και συνδέσμων) της πυέλου και του περινέου. Η χαλάρωση αυτή με τη σειρά της, μπορεί να είναι απόρροια του αυξημένου σωματικού βάρους, των κυήσεων και των φυσιολογικών τοκετών, ενώ πολλοί παράγοντες όπως ο διαβήτης και το κάπνισμα έχουν ενοχοποιηθεί ως παράγοντες κινδύνου. Ειδικά μετά την εμμηνόπαυση, οπότε και παύει η προστατευτική επίδραση των οιστρογόνων, οι ιστοί είναι περισσότερο ευπαθείς.
Στην πρόπτωση αλλάζει η ανατομική σχέση μεταξύ των δομών στη μικρή πύελο και χωρίζεται σε κατηγορίες ανάλογα με το όργανο το οποίο προπίπτει και το βαθμό στον οποίο έχει μετακινηθεί από την αρχική του θέση. Κάθε κατηγορία έχει διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης, για ένα μόνιμο και βιώσιμο αποτέλεσμα.
Η πρόπτωση συχνά υποδιαγιγνώσκεται ή δε γίνεται αντιληπτή, ενώ άλλες φορές μπορεί να συνέχεται με άλλες καταστάσεις όπως οι δερματίτιδες, οι ουρολοιμώξεις, ή ακράτεια και οι ενοχλήσεις κατά τη σεξουαλική επαφή.
Όταν το όργανο που προπίπτει μέσα στον κόλπο είναι η κύστη, η κατάσταση ονομάζεται κυστεοκήλη. Αντίστοιχα, υπάρχει η ορθοκήλη (προβάλλει το έντερο) και η πρόπτωση μήτρας. Οι καταστάσεις που συχνότερα αντιμετωπίζονται από τους Ουρολόγους είναι οι κυστεοκήλες. Στην κυστεοκήλη, η πτώση της ουροδόχου κύστης προς τον κόλπο εμφανίζει συμπτώματα και καταστάσεις όπως το αίσθημα ατελούς κένωσης, η δυσκολία έναρξης της ούρησης, η αδύναμη ροή, οι ουρολοιμώξεις και η συχνουρία. Παράλληλα, μία κυστεοκήλη μπορεί να αποκρύπτει και την ακράτεια ούρων, λόγω αλλαγής της ανατομικής σχέσης ανάμεσα στην κύστη και την ουρήθρα.
Η διόρθωση της κυστεοκήλης, εφόσον χρειαστεί είναι χειρουργική. Η πλέον ελάχιστα επεμβατική και αποτελεσματική μέθοδος, πραγματοποιείται διακολπικά, χωρίς τομές στην κοιλιά. Με τον τρόπο αυτό, ενισχύεται το φυσικό διαχωριστικό τοίχωμα μεταξύ κύστης και κόλπου, είτε με ραφές, ή με ένα ειδικό πλέγμα. Εάν συνυπάρχει ακράτεια ούρων, αυτή θα πρέπει να διορθωθεί παράλληλα με τη διόρθωση της κυστεοκήλης. Το χειρουργείο διαρκεί περίπου 1 ώρα και η ασθενής πολύ σύντομα μπορεί να εξέλθει από το νοσοκομείο. Η μέθοδος δεν απαιτεί κάποια ιδιαίτερη αποκατάσταση. Οι μόνες οδηγίες που δίνονται αφορούν στην αποφυγή άρσης βάρους και έντονης σωματικής δραστηριότητας για περίπου 6 εβδομάδες οπότε και σταδιακά γίνεται η επιστροφή στην καθημερινότητα.